κατανάλωση

κατανάλωση
(Οικον.). Όρος που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Αντίστοιχα, καταναλωτικά ονομάζονται όλα τα αγαθά που προορίζονται άμεσα για την ικανοποίηση μιας ανάγκης, αποσπώμενα κατ’ αυτό τον τρόπο από την παραγωγή, εφόσον το ίδιο αγαθό μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε για την κ. είτε για την παραγωγή άλλων αγαθών (κεφαλαιουχικό αγαθό). Ενώ στην καθημερινή γλώσσα κ. σημαίνει καταστροφή του αγαθού που καταναλώνεται είτε στιγμιαία (για παράδειγμα, η τροφή) είτε βαθμιαία (π.χ. τα ενδύματα), η οικονομική έννοια της κ. αφορά μόνο την ικανοποίηση της ανάγκης με ένα αγαθό διαθέσιμο σε περιορισμένη ποσότητα (για παράδειγμα, δεν γίνεται λόγος για κ. με την οικονομική έννοια του όρου, όταν πρόκειται για κ. του οξυγόνου που υπάρχει ελεύθερο στην ατμόσφαιρα). Στις πρωτόγονες οικονομίες ο καταναλωτής ήταν συγχρόνως και παραγωγός. Καθένας εξασφάλιζε μόνος του όλα –ή σχεδόν όλα– τα αγαθά που χρειαζόταν. Στα εξελιγμένα οικονομικά συστήματα, αντίθετα, η ειδίκευση και ο καταμερισμός της εργασίας έχουν αποτέλεσμα το άτομο να αφιερώνεται συνήθως σε ένα είδος εργασίας και τα προϊόντα που παράγει να γίνονται αντικείμενο ανταλλαγής. Με το πέρασμα από τη φάση κατά την οποία η ανταλλαγή γινόταν με τη μορφή του αντιπραγματισμού στην οικονομία της αγοράς, όπου το μεγαλύτερο μέρος των ανταλλαγών συντελείται με τη μεσολάβηση του χρήματος, κάθε άνθρωπος κατέχει ένα χρηματικό εισόδημα, το οποίο μπορεί να διαθέσει κατά ένα μέρος για την άμεση απόκτηση καταναλωτικών αγαθών και κατά ένα άλλο για αποταμίευση. Η διάθεση των χρηματικών ποσών από κάθε καταναλωτή υπόκειται σε διάφορα κριτήρια. Αν και η καταναλωτική συμπεριφορά μπορεί να επηρεαστεί στην πράξη από πολλούς παράγοντες (όπως η εμπορική διαφήμιση, η συνήθεια, φαινόμενα ομαδικής ψυχολογίας), οι οικονομολόγοι θεώρησαν χρήσιμο τον καθορισμό ενός γενικού σχήματος συμπεριφοράς του καταναλωτή, στην οποία οφείλει να υποτάσσεται κάθε άτομο με πλήρη συνείδηση τόσο του συμφέροντός του όσο και της κατάστασης της αγοράς. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, το εισόδημα του καταναλωτή κατανέμεται μεταξύ όλων των άμεσων δυνατών κ. (τροφή, ενδύματα, έξοδα κατοικίας, εκπαίδευση των παιδιών, αναψυχή κλπ.) και των μελλοντικών κ. (αποταμίευση) κατά τέτοιον τρόπο ώστε κάθε είδος δαπάνης να αντιστοιχεί ισοδύναμα σε μια ανάγκη που παρέμεινε ανικανοποίητη και μετά την προσφορά των τελευταίων διαθέσιμων χρημάτων. Αυτή είναι η κατάσταση ισορροπίας του καταναλωτή. Τα χρήματα που διαθέτουν οι καταναλωτές για να αποκτήσουν διάφορα καταναλωτικά αγαθά προσφέρονται στους παραγωγούς αυτών των αγαθών και χρησιμοποιούνται από αυτούς για την πληρωμή των συντελεστών της παραγωγής (εργασίας, κεφαλαίου, φυσικών πόρων), με την καταβολή αντιπαροχών (μισθών και αμοιβών, τόκων, προσόδων) στον καθένα από αυτούς που προσέφεραν (εργαζομένους, αποταμιευτές, ιδιοκτήτες). Ωστόσο, αυτοί οι μισθοί, οι τόκοι και οι πρόσοδοι (ακόμη και τα κέρδη των επιχειρηματιών) συνιστούν επίσης χρηματικά εισοδήματα και χρησιμοποιούνται για αποταμίευση ή για απόκτηση καταναλωτικών αγαθών. Υφίσταται έτσι ένα κυκλικό ρεύμα, στο οποίο οι επιχειρηματίες προσφέρουν στα άτομα χρηματικά ποσά σε ανταμοιβή της συνεισφοράς αγαθών ή υπηρεσιών, ενώ οι αμειβόμενοι, με τη σειρά τους, επιστρέφουν στις επιχειρήσεις αυτό το χρήμα, όταν καταναλώνουν τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που παράγουν (ή δανείζουν στις επιχειρήσεις τα αποταμιευμένα ποσά). Για να διατηρηθεί μια ικανοποιητική ισορροπία στην οικονομία της αγοράς, πρέπει αυτό το ρεύμα να μην υφίσταται διακοπές ή παραμορφώσεις· ένας από τους όρους αυτής της ισορροπίας είναι τα καταναλωτικά αγαθά να παράγονται σε επαρκή ποσότητα για την ικανοποίηση της πραγματικής ζήτησης και όλα να βρίσκουν αγοραστή (δηλαδή να ανταποκρίνεται η δαπάνη των ατόμων για κ. προς την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών που αποφασίζουν οι επιχειρηματίες). Όταν, για κάποιον λόγο, δεν τηρούνται αυτοί οι όροι, ενδέχεται το οικονομικό σύστημα να εκτεθεί σε σοβαρές διαταραχές της ισορροπίας του. Για την αντιμετώπιση των διαταραχών αυτών μπορεί να επέμβει η κρατική πολιτική της συγκυρίας (εξομάλυνσης των οικονομικών διακυμάνσεων). Για αυτό τον σκοπό μπορεί το κράτος να επιζητήσει είτε να εξισορροπήσει τις καταναλωτικές δαπάνες με την ποσότητα των διαθέσιμων αγαθών (ή περιορίζοντάς τες με την ελάττωση των παροχών πιστώσεων στους καταναλωτές, με το πάγωμα των μισθών κλπ. ή αυξανοντάς τες με την εκτέλεση δημόσιων έργων –με τα οποία μειώνεται η ανεργία–, με επιδόματα ανεργίας κλπ.) είτε να μεταβάλει περισσότερο ή λιγότερο την ποσότητα των διαθέσιμων καταναλωτικών αγαθών στην αγορά (με την προώθηση στην αγορά προϊόντων από το εξωτερικό για την κάλυψη κάποιας έλλειψης ή με την απορρόφηση της πλεονάζουσας παραγωγής από το κράτος). Παρεμβάσεις αυτού του είδους είναι σύμφωνες με την πιο σύγχρονη οικονομική θεωρία, η οποία όχι μόνο θεωρεί την κ. τον τελικό σκοπό κάθε οικονομικής δραστηριότητας αλλά και την αναγνωρίζει –αντίθετα από την κλασική οικονομία– ως θεμελιώδες στοιχείο της ομαλής και αρμονικής ανάπτυξης του οικονομικού συστήματος. Τα χρήματα που διαθέτουν οι καταναλωτές για να αποκτήσουν διάφορα αγαθά μεταβιβάζονται στους παραγωγούς των συγκεκριμένων αγαθών και χρησιμοποιούνται από αυτούς για την πληρωμή των συντελεστών της παραγωγής (φωτ. ΑΠΕ). Ένας από τους όρους της ισορροπίας στην οικονομία της αγοράς είναι να γίνεται η διάθεση των καταναλωτικών αγαθών σε επαρκή ποσότητα, έτσι ώστε να καλύπτουν την πραγματική ζήτηση και να βρίσκουν αγοραστές (φωτ. ΑΠΕ). Τα τρόφιμα ανήκουν στα καταναλωτικά αγαθά όπου διατίθεται αρχικά το εισόδημα των αγοραστών (φωτ. Πρεσβεία Βραζιλίας). Κάθε άνθρωπος διαθέτει ένα μέρος από το προσωπικό του εισόδημα για την άμεση απόκτηση καταναλωτικών αγαθών.
* * *
η (Α κατανάλωσις) [καταναλίσκω]
δαπάνη, ξόδεμα («κατανάλωση χρημάτων»)
νεοελλ.
1. η χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση τών αναγκών τών μελών τής κοινωνίας
2. η χρήση ενός αντικειμένου για κάποια ανάγκη ή η εξάντληση τού αντικειμένου που επέρχεται από τη χρήση του («η κατανάλωση βενζίνης είναι μεγάλη γιατί ο κινητήρας είναι παλιός»)
3. (για εμπορεύματα) η πώληση («εν τη καταναλώσει το κέρδος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατανάλωση — η ξόδεμα, δαπάνη, πούληση: Κάνουν κατανάλωση πολλών χρημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταναλώσῃ — καταναλώσηι , κατανάλωσις waste fem dat sg (epic) κατανᾱλώσῃ , καταναλίσκω use up aor subj mid 2nd sg κατανᾱλώσῃ , καταναλίσκω use up aor subj act 3rd sg κατανᾱλώσῃ , καταναλίσκω use up fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • επένδυση — Διαδικασία, κατά την οποία μέρος του εισοδήματος χρησιμοποιείται για την παραγωγική δραστηριότητα. Η ε. διαφέρει από την αποταμίευση γιατί ενώ αυτή βασίζεται στην απλή αποχή από την κατανάλωση ενός καθορισμένου αγαθού, η ε. συνεπάγεται και την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • αυτονομία — Όρος που χρησιμοποιείται κατά κανόνα ως συνώνυμος της αυτάρκειας και της μη εξάρτησης. Στα νομοθετικά κείμενα και στο λεξιλόγιο των πολιτικών συγγραφέων η λέξη α. δεν έχει ακριβολογημένη νομική έννοια και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τομείς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”